καθηδύνουσα

καθηδύνουσα
καθηδύ̱νουσα , κατά-ἡδύνω
season
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Μελιτηνιώτης — Επώνυμο Ελλήνων λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Θεόδωρος (14ος αι.). Μέγας σακελλάριος και αρχιδιάκονος. Ασχολήθηκε με ζήλο με τις αστρονομικές μελέτες και έγραψε το επιστημονικό έργο Αστρονομική Τρίβιβλος, το σπουδαιότερο αστρονομικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”